- απολυτρωτής
- ο θηλ. -τρώτρια ο ελευθερωτής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απολυτρωτής — ο αυτός που απολυτρώνει … Dictionary of Greek